- ἀκέφαλος
- ἀκέφαλοςheadlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε … Dictionary of Greek
ακέφαλος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κεφάλι: Υπάρχουν ζώα ακέφαλα. 2. αυτός που δεν έχει αρχηγό: Το κράτος είχε μείνει ακέφαλο. 3. αυτός που δεν έχει αρχή: Το χειρόγραφο που βρέθηκε είναι ακέφαλο. 4. (αρχαία μετρ.), στίχος του οποίου το πρώτο πόδι αρχίζει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ακέφαλος Ιστορία — Βιογραφία του Μεγάλου Αθανασίου, γραμμένη στα λατινικά από άγνωστο συγγραφέα του 4ου αι. Είναι γνωστή και ως Ακέφαλον χρονικόν. Από τη βιογραφία λείπει η αρχή, απ’ όπου προήλθε και ο τίτλος. Μετάφρασή της στα ελληνικά, από άγνωστο επίσης… … Dictionary of Greek
ἀκεφάλως — ἀκέφαλος headless adverbial ἀκέφαλος headless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέφαλον — ἀκέφαλος headless masc/fem acc sg ἀκέφαλος headless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεφάλοις — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεφάλου — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεφάλους — ἀκέφαλος headless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεφάλων — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεφάλῳ — ἀκέφαλος headless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)